- πλαγιάζω
- 1. μετ.1) класть, укладывать (в постель); 2) валить, сваливать (что-л.); 3) мор. идти по ветру, идти фордевинд; 2. αμετ. ложиться спать, укладываться (в постель)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαγιάζω — πλαγιάζω, πλάγιασα, πλαγιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — πλάγιασα, πλαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να ξαπλωθεί, βάζω, υποχρεώνω κάποιον να κατακλιθεί: Τα παιδιά να τα πλαγιάζετε νωρίς. 2. για γυναίκα, υποχρεώνω να κοιμηθεί μαζί μου: Την πλάγιασε την κοπέλα και τώρα δεν τη θέλει. 3. αμτβ., πέφτω κάτω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπλαγιασμένα — πλαγιάζω turn sideways perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλαγιασμένᾱ , πλαγιάζω turn sideways perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλαγιασμένᾱ , πλαγιάζω turn sideways perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάσω — πλαγιάζω turn sideways aor subj act 1st sg πλαγιάζω turn sideways fut ind act 1st sg πλαγιάζω turn sideways aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάσῃ — πλαγιάζω turn sideways aor subj mid 2nd sg πλαγιάζω turn sideways aor subj act 3rd sg πλαγιάζω turn sideways fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιῶν — πλαγιάζω turn sideways fut part act masc voc sg πλαγιάζω turn sideways fut part act neut nom/voc/acc sg πλαγιάζω turn sideways fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πλαγιόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) πλαγιόω pres part act neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλαγιασμένον — πλαγιάζω turn sideways perf part mp masc acc sg πλαγιάζω turn sideways perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιαζόμενον — πλαγιάζω turn sideways pres part mp masc acc sg πλαγιάζω turn sideways pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιαζόντων — πλαγιάζω turn sideways pres part act masc/neut gen pl πλαγιάζω turn sideways pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασθέντα — πλαγιάζω turn sideways aor part pass neut nom/voc/acc pl πλαγιάζω turn sideways aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)